- επιγεννηματικος
- ἐπιγεννηματικόςἐπι-γεννημᾰτικός3являющийся (по)следствием Cic.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
επιγεννηματικός — ἐπιγεννηματικός, ή, όν (AM) [επιγέννημα] 1. αυτός που έχει παραχθεί ή δημιουργηθεί αργότερα από κάποιον άλλο 2. εκείνος που έρχεται ως συνέπεια, ως αποτέλεσμα … Dictionary of Greek
ἐπιγεννηματικά — ἐπιγεννηματικός of the nature of an neut nom/voc/acc pl ἐπιγεννηματικά̱ , ἐπιγεννηματικός of the nature of an fem nom/voc/acc dual ἐπιγεννηματικά̱ , ἐπιγεννηματικός of the nature of an fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγεννηματικῶν — ἐπιγεννηματικός of the nature of an fem gen pl ἐπιγεννηματικός of the nature of an masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγεννηματικόν — ἐπιγεννηματικός of the nature of an masc acc sg ἐπιγεννηματικός of the nature of an neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγεννηματικοῦ — ἐπιγεννηματικός of the nature of an masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγεννηματικῆς — ἐπιγεννηματικός of the nature of an fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγεννηματική — ἐπιγεννηματικός of the nature of an fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγεννηματικήν — ἐπιγεννηματικός of the nature of an fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγεννηματικῶς — ἐπιγεννηματικός of the nature of an adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιγεννητικός — ἐπιγεννητικός, ή, όν (Α) ο επιγεννηματικός … Dictionary of Greek